μοναύλιος

μοναύλιος
μοναύλιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μόνος του, ο άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(o)-* + αὔλιος (< αὐλή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μοναυλία — (I) μοναυλία, ἡ (Α) [μόναυλος] μονωδία που ψάλλεται με αυλό. (II) μοναυλία, ἡ (Α) [μοναύλιος] μοναχική ζωή, αγαμία …   Dictionary of Greek

  • μοναυλικός — μοναυλικός, ή, όν (Α) [μοναύλιος] μόνος, μονάχος, μοναχικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”